απροπαράσκευος

απροπαράσκευος
απροπαράσκευος, -η, -ο και απροπαρασκεύαστος, -η, -ο
επίρρ. αυτός που δεν προπαρασκευάστηκε, δεν προετοιμάστηκε, ο απροετοίμαστος: Τις περισσότερες φορές πήγαινε στο σχολείο απροπαρασκεύαστος στα μαθήματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • απροπαράσκευος — η, ο (Μ ἀπροπαράσκευος, ον) ο απροπαρασκεύαστος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”